-
1 επίσειστος
-
2 ἐπίσειστος
-
3 ἐπίσειστος
ἐπίσειστος, ον,2. ἐπίσειστος, ὁ, a comic mask with hair hanging on the forehead, Poll.4.146sq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίσειστος
-
4 επισειστος
-
5 ἐπίσειστος
ἐπί-σειστος, herabgeschüttelt, κόμη, herabwallend; ὁ ἐπίσειστος, eine komische Larve mit über die Stirn herabhängenden Haaren -
6 επίσειστον
-
7 ἐπίσειστον
-
8 ἐπί-σειστος
ἐπί-σειστος, herabgeschüttelt, κόμη, herabwallend, Luc. Gall. 26 u. a. Sp.; bei Poll. 4, 146 ff. ist ὁ ἐπίσειστος eine komische Larve mit über die Stirn herabhängenden Haaren.
-
9 επισείστω
-
10 ἐπισείστῳ
См. также в других словарях:
επίσειστος — ἐπίσειστος, ον (Α) [επισείω] 1. (κυρίως για μαλλιά) αυτός που σείεται, που κυματίζει, που κυμαίνεται 2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος κουρᾱς» 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίσειστος (στην αρχ. κωμωδία) προσωπείο με τρίχες που κρέμονται στο μέτωπο … Dictionary of Greek
ἐπίσειστος — shaking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίσειστον — ἐπίσειστος shaking masc/fem acc sg ἐπίσειστος shaking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισείστῳ — ἐπίσειστος shaking masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)